παραβαλλέταιρος

From LSJ
Revision as of 18:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβαλλέταιρος Medium diacritics: παραβαλλέταιρος Low diacritics: παραβαλλέταιρος Capitals: ΠΑΡΑΒΑΛΛΕΤΑΙΡΟΣ
Transliteration A: paraballétairos Transliteration B: paraballetairos Transliteration C: paravalletairos Beta Code: paraballe/tairos

English (LSJ)

ὁ, (

   A παραβάλλω A. VI) one who betrays his comrade, Eust.1406.24.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
1. αυτός που εκθέτει τον σύντροφό του σε κίνδυνο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που προδίδει τον σύντροφο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραβάλλω + ἑταῖρος «σύντροφος»].