παρασύνθημα

Revision as of 18:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sign which accompanies the password, Aen.Tact.25.1, Plb.9.13.9, Onos.26.

German (Pape)

[Seite 501] τό, Nebensignal, Gegensignal, Parole, Pol. 9, 13, 9, Onosand. 26.

Greek (Liddell-Scott)

παρασύνθημα: τό, σημεῖόν, τι προστιθέμενον εἰς τὸ σύνθημα, οἱονεὶ δεύτερον σύνθημα, Πολύβ. 9. 13, 19· ἴδε σύνθημα, καὶ πρβλ. Casaub. Αἰν. Τακτ. 25· «τὸ δὲ παρασύνθεμα μὴ διὰ φωνῆς λεγέσθω, ἀλλὰ διὰ σώματος γιγνέσθω, ἢ νεύματι χειρός, ἢ ὅπλων συγκρούσει ἢ ... κτλ.»

Greek Monolingual

το, ΝΑ
νεοελλ.
1. στρ. η δεύτερη από δύο προκαθορισμένες λέξεις που αποτελούν το πλήρες σύνθημα και χρησιμοποιούνται για την αναγνώριση του αξιωματικού ή υπαξιωματικού που ενεργεί έφοδο για έλεγχο τών φυλακίων
2. ναυτ. προσυμφωνημένο μυστικό σήμα αναγνωρίσεως μεταξύ πολεμικών πλοίων που συναντώνται στη θάλασσα ή μεταξύ πλοίου και ξηράς
αρχ.
στρ. αντισύνθημα, δεύτερο σημείο άφθογγο που προσθέτονταν στο σύνθημα, δεύτερο σύνθημα («τὸ δὲ παρασύνθημα μὴ διὰ φωνῆς λεγέσθω, ἀλλὰ διὰ σώματος γιγνέσθω, ἤ νεύματι χειρός, ἤ ὁπλων συγκρούσει...», Ονήσανδρ.).

Russian (Dvoretsky)

παρασύνθημα: ατος τό побочный условный знак (помимо пароля) Polyb.