παρασφήνιον
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
τό,
A side-block for wedging, IG11(2).159 A 38 (Delos, iii B.C.), PCair.Zen.759 (iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
παρασφήνιον: τό, τὸ παρὰ τὸν σφῆνα τιθέμενον, Ἐπιγραφ. Δήλου a, 297, a. C. Michel 594, 88 (πρβλ. 98).
Greek Monolingual
τὸ, Α
μικρή σφήνα που τοποθετείται δίπλα στην κύρια σφήνα για να την στηρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σφήνα + κατάλ. -ιον].