παροξυντέον
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
A one must make paroxytone, Poll.1.55.
Greek (Liddell-Scott)
παροξυντέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ παροξύνω, δεῖ παροξύνειν, «τρισκαιδεκαέτης, παροξυντέον» Πολυδ. Α΄, 55.