περιπλέκεια
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
ἡ,
A intricacy, μαθημάτων Iamb.Protr.21.κα'.
Greek Monolingual
ἡ, Α περιπλεκής
περιπλοκή, δυσχέρεια, δυσκολία.
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
Full diacritics: περιπλέκεια | Medium diacritics: περιπλέκεια | Low diacritics: περιπλέκεια | Capitals: ΠΕΡΙΠΛΕΚΕΙΑ |
Transliteration A: periplékeia | Transliteration B: periplekeia | Transliteration C: periplekeia | Beta Code: periple/keia |
ἡ,
A intricacy, μαθημάτων Iamb.Protr.21.κα'.
ἡ, Α περιπλεκής
περιπλοκή, δυσχέρεια, δυσκολία.