πτοητός
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
only in the form πτοιητός, ή, όν,
A scared, Nic.Al.243, Max.164.
German (Pape)
[Seite 810] auch πτοιητός, gescheucht, erschreckt, Sp.
Greek Monolingual
και πτοιητός, -ή, -όν, Α [[πτοῶ / πτοιῶ]]
ταραγμένος, φοβισμένος.