πυργοειδής
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ές,
A like a tower, J.BJ5.5.8, D.C.74.5.
German (Pape)
[Seite 820] ές, thurmähnlich, Ios.; πυρά, D. Cass. 74, 5.
Greek (Liddell-Scott)
πυργοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πύργον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 8, Δίων Κ. 74, 5.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με πύργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -ειδής].