σμηματοθήκη
From LSJ
ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται οὐδὲ φιλία → no excuse is allowed by a contest or by a friendship
English (LSJ)
ἡ,= σμηματοδοκίς, Id.
A s.v. ῥύμμα.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, -ήματος + θήκη.