στασιοποιός
English (LSJ)
όν,
A causing sedition, J.Vit.27.
German (Pape)
[Seite 929] ὁ, Aufwiegler, neben νεωτεριστής Ios. de vit. 27.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰσιοποιός: -όν, ὁ διενεργῶν στάσιν, στασιαστικός, ἀνταρτικός, Ἰωσήπ. Βίος 27· -στασιοποιέω, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 17. 5, 5 καὶ στασιοποιία, ἡ, Ὀλυμπιόδ. ἐν τοῖς Α. Β. 1419.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
αυτός που προκαλεί στάση, αναταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + -ποιός].