συαγριόμορφος

From LSJ
Revision as of 12:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠαγριόμορφος Medium diacritics: συαγριόμορφος Low diacritics: συαγριόμορφος Capitals: ΣΥΑΓΡΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: syagriómorphos Transliteration B: syagriomorphos Transliteration C: syagriomorfos Beta Code: suagrio/morfos

English (LSJ)

ον,

   A like a wild boar, prob. in Orph.A.979.

Greek Monolingual

-ον, Α
όμοιος με σύαγρο (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύαγρ(ι)ος (Ι) «αγριόχοιρος» + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πιθηκό-μορφος].

Greek Monolingual

-ον, Α
όμοιος με σύαγρο (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύαγρ(ι)ος (Ι) «αγριόχοιρος» + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πιθηκό-μορφος].