συνεμφύω

From LSJ
Revision as of 11:11, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεμφύω Medium diacritics: συνεμφύω Low diacritics: συνεμφύω Capitals: ΣΥΝΕΜΦΥΩ
Transliteration A: synemphýō Transliteration B: synemphyō Transliteration C: synemfyo Beta Code: sunemfu/w

English (LSJ)

in Pass.,

   A grow together, unite, Gal.2.376, 18(2).977.

Greek (Liddell-Scott)

συνεμφύω: ἐμφυτεύω ὁμοῦ, αἱ... τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῦν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν Γαλην. τ. 4, σ. 76.

Greek Monolingual

Α
εμφυτεύω μαζί («τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῡν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐμφύω «φυτεύω μέσα σε κάτι»].

Greek Monolingual

Α
εμφυτεύω μαζί («τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῡν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐμφύω «φυτεύω μέσα σε κάτι»].