συνοικοδεσποτία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A joint predominance, Ptol.Tetr.39, Vett.Val.164.28.
Greek Monolingual
ἡ, Α συνοικοδεσπότης
(αοτρολ.) (για πλανήτη) η μαζί με άλλον πλανήτη κατοχή του ίδιου οίκου, της ίδιας θέσης του ζωδιακού κύκλου.
Full diacritics: συνοικοδεσποτία | Medium diacritics: συνοικοδεσποτία | Low diacritics: συνοικοδεσποτία | Capitals: ΣΥΝΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΙΑ |
Transliteration A: synoikodespotía | Transliteration B: synoikodespotia | Transliteration C: synoikodespotia | Beta Code: sunoikodespoti/a |
ἡ,
A joint predominance, Ptol.Tetr.39, Vett.Val.164.28.
ἡ, Α συνοικοδεσπότης
(αοτρολ.) (για πλανήτη) η μαζί με άλλον πλανήτη κατοχή του ίδιου οίκου, της ίδιας θέσης του ζωδιακού κύκλου.