ὁ,
A guide, Lyr.Alex.Adesp.1.15.
ο, η / συνοδηγός, -όν, ΝΑ ὁδηγόςο επίσης οδηγόςνεοελλ.αυτός που κάθεται δίπλα στον οδηγό οχήματοςαρχ.οδηγός.