τοπογραμματεία
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ἡ,
A office of τοπογραμματεύς, PTeb.24.66 (ii B.C.), PSI1.101.16 (ii A. D.), etc.
Greek Monolingual
ἡ, Α τοπογραμματεύς
το αξίωμα του τοπογραμματέως.