τρίφωνος

Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον, (φωνή)

   A three-voiced, Id. s.v. τριφάσιοι.

German (Pape)

[Seite 1149] dreistimmig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρίφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ ἔχων τρεῖς φωνάς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τριφάσιοι.

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για μελωδία) αυτός που εκτελείται από τρεις φωνές
2. φρ. «τρίφωνη συγχορδία»
μουσ. συγχορδία αποτελούμενη από τρεις φθόγγους, έναν θεμέλιο και την τρίτη και την πέμπτη αρμονική του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ἡμί-φωνος].