φαβοκτόνος

Revision as of 13:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ, (φάψ)

   A dove killer, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1249] Tauben tödtend, Taubentödter, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰβοκτόνος: ὁ, (φὰψ) ὁ φονεύων περιστεράς, Ἡσύχ.· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ περιστεράς φονεύων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάψ, φαβός «άγριο περιστέρι» + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. ταυρο-κτόνος.