φλοιῶτις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A made of rind, rind-covered, σκέπη Lyc.1422.
German (Pape)
[Seite 1293] ιδος, ἡ, aus Rinde, Bast bestehend, σκέπη Lycophr. 1422.
Greek (Liddell-Scott)
φλοιῶτις: -ιδος, ἡ, (φλοιὸς) κεκαλυμμένη διὰ φλοιοῦ, φλοιῶτιν ἐκδύνουσα δίπλακα σκέπην, «τὴν τῶν φλοιῶν διπλῆν σκέπην» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1422.
Greek Monolingual
-ώτιδος, ἡ, Α
αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + κατάλ. -ῶτις, θηλ. της κατάλ. -ώτης (πρβλ. πατρι-ῶτις, στρατι-ῶτις)].