φύλλωμα

From LSJ
Revision as of 21:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλλωμα Medium diacritics: φύλλωμα Low diacritics: φύλλωμα Capitals: ΦΥΛΛΩΜΑ
Transliteration A: phýllōma Transliteration B: phyllōma Transliteration C: fylloma Beta Code: fu/llwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A foliage, D.S. 3.19 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1315] τό, Belaubung, Laub, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

φύλλωμα: τό, τὰ φύλλα δένδρου ἐν συνόλῳ, τὸ σύνολον πυκνῶν φύλλων δένδρου, ἐλάται πυκναὶ τοῖς φυλλώμασι Διόδ. 3. 19.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
φυλλῶ
το σύνολο τών φύλλων ενός φυτού
νεοελλ.
το σύνολο τών τύπων τών φύλλων που απαντούν στα φυτά.

Russian (Dvoretsky)

φύλλωμα: ατος τό листва: ἐλαῖαι πυκναὶ τοῖς φυλλώμασι Diod. масличные деревья с густой листвой.