χαλκωματουργός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A maker of bronze plates, PRyl.397.3 (iii A. D.).
Greek Monolingual
και χαλκοματουργός, ὁ, ΜΑ
χαλκουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα, -ώματος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].
Full diacritics: χαλκωμᾰτουργός | Medium diacritics: χαλκωματουργός | Low diacritics: χαλκωματουργός | Capitals: ΧΑΛΚΩΜΑΤΟΥΡΓΟΣ |
Transliteration A: chalkōmatourgós | Transliteration B: chalkōmatourgos | Transliteration C: chalkomatourgos | Beta Code: xalkwmatourgo/s |
ὁ,
A maker of bronze plates, PRyl.397.3 (iii A. D.).
και χαλκοματουργός, ὁ, ΜΑ
χαλκουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα, -ώματος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].