χειλοφύλαξ
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος
A, ὁ bandage for the lips, Heliod. ap. Orib.48.35.
Greek (Liddell-Scott)
χειλοφύλαξ: κος, ὁ, χειλέων φύλαξ, Cecchii Chriurg. velt. σελ. 8.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
επίδεσμος κατάλληλος για τα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + φύλαξ.