χιονόβατος
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ον,
A f.l. for -βλητος, ὄρεα Arr.Ind.6.7.
German (Pape)
[Seite 1356] wo man im Schnee geht, ὄρεα, Arr. lndic. 6.
Greek (Liddell-Scott)
χιονόβᾰτος: -ον, ἔνθα βαίνει τις ἐπὶ χιόνων, χιονοσκέπαστος, χιονόβατα εἴη ἂν τὰ Αἰθιόπων ὄρεα Ἀρριαν. Ἰνδικ. 6· ἀλλὰ πιθανῶς διορθωτέον χιονόβολα.
Greek Monolingual
-ον, Α
εσφ. γρφ. του χιονόβλητος.