ἀμετάπταιστος
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ον,
A infallible, πρόρρησις Gal.17(1).863.
German (Pape)
[Seite 122] dasselbe, eigtl. der nicht straucheln kann, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάπταιστος: -ον, μὴ ὑποπίπτων εἰς πταῖσμα, ἀναμάρτητος, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ον
infalible χρὴ δὲ τὰς προρρήσεις ἢ ἀμεταπταίστους εἶναι διὰ παντὸς ἢ σπανιάκις σφάλλεσθαι Gal.17(1).863.
Greek Monolingual
ἀμετάπταιστος, -ον (Α) [μεταπταίω]
1. αυτός που δεν μπορεί να φταίξει, να σφάλει
2. αμετάβλητος, σταθερός.