ἀντιπροσβάλλομαι
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
Pass.,
A to be impinged upon in return, Hierocl.p.23A.
Spanish (DGE)
golpear a su vez ἐπειδὴ καὶ κέκραται (ἡ ψυχή) πᾶσι (τοῖς τοῦ σώματος μέρεσι), προσβάλλουσα δὲ ἀντιπροσβάλλεται Hierocl.p.23.