ἀνυποδήματος
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
ον,
A = ἀνυπόδητος, AB82.
German (Pape)
[Seite 266] = ἀνυπόδητος, B. A. p. 82.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυποδήματος: -ον, = ἀνυπόδητος, Α. Β. 82. 17.
Spanish (DGE)
-ον descalzo Sol.Lg.8.