ἀποπτάω
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
A roast sufficiently, Sor.1.51, Lyd.[Mens.]p.182 W.; of ores, smelt, in Pass., Ph.Bel.70.4 and 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπτάω: ὀπτῶ ἱκανῶς, Ἰατρ. ἐπὶ χαλκίτου λίθου, χαλκοῦ ἀποπτηθέντος πολλάκις Φίλων Βελοπ. 70Α.
Spanish (DGE)
tostar completamente τὸ ἀποπτηθέν Sor.37.24
•de minerales fundir en v. pas., Ph.Bel.70.4, 6.