ἀπόρρυψις
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
εως, ἡ,
A cleansing, Ath.9.409c; in medic. sense, Philagr. ap. Orib.5.21.4, Ruf.ib.8.24.5: metaph., purification, τῆς ψυχῆς Iamb.VP17.74 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρρυψις: -εως, ἡ, καθαρισμός, Ἀθήν. 409C, Εὐσ. Ἱστ. Ἐ. 10. 4, 40· τῆς ψυχῆς Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 74.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): tb. ἀπόρυψις Ath.409c
1 lavado, limpieza ἐχρῶντο ... σμήματι ἀπορύψεως χάριν utilizaban jabón por higiene Ath.l.c.
•mistérico o ritual lavatorio, ablución Iambl.VP 74, χειρῶν Const.App.8.11.12.
2 medic. purga Ruf. en Orib.8.24.6, Philagr. en Orib.5.21.4.
Greek Monolingual
ἀπόρρυψις, η (AM) απορρύπτω
1. καθάρισμα
2. εξαγνισμός.