ἀπόψηφος
From LSJ
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
English (LSJ)
ον,
A voting in the negative, ἀ. ἐγένοντο τοῦ ἀποκτεῖναι Phryn.PSp.13B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόψηφος: -ον, ὁ μὴ ψηφίσας, ὁ μὴ ἐνεγκὼν ψῆφον, «ἀπόψηφοι ἐγένοντο τοῦ ἀποκτεῖναι, σημαίνει τὸ οἷον οὐκ ἤνεγκαν ψῆφον» Α. Β. 9, 20.
Spanish (DGE)
-ον
que vota en contra ἀ. ἐγένοντο τοῦ ἀποκτεῖναι Phryn.PS p.13.