ἀχορηγησία

Revision as of 15:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A want of supplies, Plb.5.28.4, 28.8.6.

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Mangel an Zufuhr u. Mitteln überhaupt, Pol. 28, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχορηγησία: ἡ, ἔλλειψις τῶν ἐπιτηδείων, Πολύβ. 28. 8, 6· ἐφθαρμένος τύπος τοῦ ἀχορηγία , αὐτόθι 5. 28, 4.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ falta de recursos materiales Plb.28.8.6.

Greek Monolingual

ἀχορηγησία και ἀχορηγία, η (Α)
έλλειψη προμηθειών ή εφοδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχορηγησία < αχορήγητος και ο τ. αχορηγία < α- στερ. + χορηγία.

Russian (Dvoretsky)

ἀχορηγησία: ἡ недостаток или отсутствие средств к существованию Polyb.