ἐμμολύνω
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
A pollute in or with, in Pass., LXXPr.24.9(10).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμολύνω: μολύνω, καταμολύνω, τί τινι Γρηγ. Νύσσ.: - παθ. παρὰ τοῖς Ἑβδ.
Spanish (DGE)
crist.
1 tr. corromper con, contaminar con τοῖς δὲ νεκροῖς καὶ ὀδωδόσι τῶν νοημάτων μὴ ἐμμολύνειν τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.3.5.61.
2 manchar, mancillar en sent. relig. moral, en v. pas. ἀκαθαρσία δὲ ἀνδρὶ λοιμῷ ἐμμολυνθήσεται LXX Pr.24.9, τὸν ἐμμολυνθέντα ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν αἰῶνα Gr.Nyss.Pss.48.18, μηκέτι τῷ σαρκώδει βίῳ ἐμμολυνόμενοι Procop.Gaz.M.87.1696A, cf. Basil.M.31.873A, B.