ἐναποσκηπτικός
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
ή, όν,
A supervening, [[[πυρετός]]] Cass.Pr.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποσκηπτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπίπτων, ὁρμητικός, σφοδρός, Κασσ. Προβλ. 15.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
medic. que sobreviene, incidente de la fiebre op. ἀναξηραντικός Cass.Pr.15.
Greek Monolingual
ἐναποσκηπτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ενσκήπτει, που εισβάλλει βίαια, που επέρχεται ορμητικά.