ἐνιπρῆσαι
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
English (LSJ)
Ep. for ἐμπρ-,
A v. ἐμπίμπρημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιπρῆσαι: Ἐπικ. ἀντὶ ἐμπρ-, ἴδε ἐν λ. ἐμπίπρημι.
Greek Monotonic
ἐνιπρῆσαι: απαρ. Επικ. αορ. αʹ του ἐμπίπρημι.