ἐμπύημα

From LSJ
Revision as of 09:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπύημα Medium diacritics: ἐμπύημα Low diacritics: εμπύημα Capitals: ΕΜΠΥΗΜΑ
Transliteration A: empýēma Transliteration B: empyēma Transliteration C: empyima Beta Code: e)mpu/hma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A gathering, abscess, esp. internal, Hp.Prog.18, Epid.3.1.a/, Arist. HA624a17; of the kidneys, Ruf.Ren.Ves.1.5; of the chest, Archig. ap.Aët.8.73, Gal.17(2).793.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπύημα: τό, συνάθροισις πύου, «ὄμπυασμα», ἀπόστημα, ἰδίως ἐσωτερικόν, Ἱππ. Προγν. 41, Ἐπιδημ. τ. Γ΄, 1059, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 10.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. absceso interno, empiema ἐπισκέπτεσθαι δὲ χρὴ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐμπυήματος Hp.Prog.16, cf. 17, 18, Epid.3.1.1, Arist.HA 624a17, Aret.SA 1.10.5, ἐμπυήματα χρόνια abscesos crónicos Hp.Art.55, en los riñones, Ruf.Ren.Ves.1.5, en los pulmones, Archig. en Aët.8.73, Gal.7.327, 17(2).793.

Greek Monolingual

και εμπύωμα, το (AM ἐμπύημα και ἐμπύωμα)
συγκέντρωση πύου σ' ένα εσωτερικό ή εξωτερικό σημείο του σώματος.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπύημα: ατος τό нарыв, гнойник Arst.