ἐφετικός

Revision as of 15:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν, (ἐφίεμαι)

   A actuated by desire, Thphr.Metaph.9.    2 Gramm., expressive of desire, ῥήματα Choerob. in Theod.2.212, al.    II ἐ. χρόνοι periods within which appeals may be lodged, Just.Nov.49.1 Intr.

German (Pape)

[Seite 1116] ή, όν, begehrend, Suid., ῥήματα, verba desiderativa, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφετικός: -ή, -όν, (ἐφίημι) άποβλέπων εἴς τι, τινος Κλήμ. Ἀλ. 66i. ΙΙ. κινούμενος ὑπὸ ἐπιθυμίας, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 9, Wimmer· - παρὰ Γραμματ. ἐφετικὰ λέγονται τὰ ἐπιθυμίας δηλωτικὰ ῥήματα, Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1277. ΙΙΙ. ἐφετικοὶ ἀγῶνες, οἱ κατ’ ἔφεσιν γινόμενοι ἐν δικαστηρίοις, Βασιλικ. τ. 1, σ. 450, ἔκδ. Heimb.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἐφετικός, -ή, -όν) εφίημι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιθυμία, ο βουλητικός
2. φρ. «εφετικά ρήματα» — ρήματα της αρχ. Ελληνικής που δηλώνουν επιθυμία και λήγουν σε -σείω, -άω, -ιάω
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έφεση δίκης
μσν.-αρχ.
φρ. «ἐφετικοὶ χρόνοι» — προθεσμίες μέσα στις οποίες επιτρέπεται να γίνει έφεση.
επίρρ...
εφετικώς (Μ ἐφετικῶς)
με έφεση, επιθυμητικά.