ὀλεσίοικος
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
English (LSJ)
A v. ὠλεσίοικος.
German (Pape)
[Seite 319] hauszerstörend, vgl. ὠλεσίοικος, Lob. Phryn. 701.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλεσίοικος: ἴδε ὠλεσίοικος.
Greek Monolingual
ὀλεσίοικος, -ον (Α)
βλ. ωλεσίοικος.