ὁπλουργός

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλουργός Medium diacritics: ὁπλουργός Low diacritics: οπλουργός Capitals: ΟΠΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hoplourgós Transliteration B: hoplourgos Transliteration C: oplourgos Beta Code: o(plourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = ὁπλοποιός, Ptol.Tetr.180.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλουργός: -όν, = ὁπλοποιός, Πτολ. Τετράβ. 180.

Greek Monolingual

ο (Α ὁπλουργός)
κατασκευαστής όπλων
νεοελλ.
στρ. στρατιωτικός με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην επισκευή όπλων διαφόρων τύπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός].