ὁρμοφύλαξ
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A harbour-master, PFay.23 ii 22 (ii A. D.).
Greek Monolingual
ὁρμοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
ο φύλακας του όρμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρμος (ΙΙ) + φύλαξ.