ὑπεροιάζομαι
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
A v. ὑπεροίομαι.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) βλ. ὑπεροίομαι.