μεσιακάρισσα

Revision as of 10:09, 20 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., μεσιακάρισσα<br />κολήγος, συγκαλλιεργητής,...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., μεσιακάρισσα
κολήγος, συγκαλλιεργητής, αγρότης ο οποίος καλλιεργεί ξένο αγρό παίρνοντας ως αμοιβή τα μισά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισακός + κατάλ. -άρης (πρβλ. βαρκ-άρης). Ο τ. μεσιακάρης < μεσιακός].