Θεσσαλία
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
ἡ, Thessaly, Hdt.3.96, etc.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Thessalie, contrée du N de la Grèce.
Russian (Dvoretsky)
Θεσσᾰλία: ион. Θεσσαλίη, атт. Θετταλία ἡ Фессалия (самая обширная страна на сев.-вост. Эллады; в ее состав входили области: Ἑστιαιῶτις или Ἑστιῶτις, Πελασγιῶτις, Θεσσαλιῶτις, Φθιῶτις, Μαγνησία, Δολοπία, Οἰταία, Μηλίς) Pind., Her. etc.