λευκασία

Revision as of 10:41, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A = λεύκωσις 11, of artificial pearls, PHolm.3.6.

Greek Monolingual

λευκασία, ἡ (Α)
1. (για τεχνητά διαμάντια ή μαργαριτάρια) λεύκωση
2. δερματική νόσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκαίνω + επίθημα -σία κατά το σχήμα σημαίνω: σημασία.