λευκασία

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκᾰσία Medium diacritics: λευκασία Low diacritics: λευκασία Capitals: ΛΕΥΚΑΣΙΑ
Transliteration A: leukasía Transliteration B: leukasia Transliteration C: lefkasia Beta Code: leukasi/a

English (LSJ)

ἡ, = λεύκωσις ΙΙ, of artificial pearls, PHolm.3.6.

Greek Monolingual

λευκασία, ἡ (Α)
1. (για τεχνητά διαμάντια ή μαργαριτάρια) λεύκωση
2. δερματική νόσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκαίνω + επίθημα -σία κατά το σχήμα σημαίνω: σημασία.