λεύκωση

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

η (AM λεύκωσις) λευκώ
νεοελλ.
1. η λεύκανση της κόμης, το άσπρισμα τών μαλλιών
2. ιατρ. περιληπτική ονομασία τών λευχαιμικών καταστάσεων
μσν.
το λεύκωμα στο μάτι
αρχ.
άσπρισμα.