εὐθενία
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ἡ, A = εὐθένεια 11 (q.v.), from which it cannot be distd. after ii B.C.: Ion. εὐθενίη () Epigr. in Rev.Phil.19.178 (i B.C.), Epigr.Gr.1036.19 (Nicomedia); εὐθενία is v.l. in Arist. Rh.1360b16, HA602a15 (v.l. εὐσθένεια, εὐθένεια), Porph. Gaur.16.2.—From ii A.D. εὐθένεια and εὐθενία begin to be confused with εὐθηνία.