χοιροτροφεῖον
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
τό, A pig-sty, Eup.453, Phryn.Com.43. II = χοιροκομεῖον 11, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1362] τό, 1) Ort, wo man Schweine nährt oder hält, Schweinestall. – 2) = χοιροκομεῖον 2, Hesych., wenn es nicht χοιροστρόφιον heißen muß.
Greek (Liddell-Scott)
χοιροτροφεῖον: τό, τόπος ἐν ᾧ χοῖροι τρέφονται, χοιροστάσιον, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 116, Φρύν. Κωμικ. ἐν «Ποαστρίαις» 3. ΙΙ. = χοιροκομεῖον ΙΙ, Ἡσύχ.