κορυφιστήρ

From LSJ
Revision as of 09:39, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφιστήρ Medium diacritics: κορυφιστήρ Low diacritics: κορυφιστήρ Capitals: ΚΟΡΥΦΙΣΤΗΡ
Transliteration A: koryphistḗr Transliteration B: koryphistēr Transliteration C: koryfistir Beta Code: korufisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,    A = κορυφαῖον 1, Poll.5.31.    2 = κορυφαία 1, Hsch.s.v. κεκρυφάλους (-αστῆρας cod.).

Greek (Liddell-Scott)

κορῠφιστήρ: ῆρος, ὁ, = τὸ στενὸν τῆς ἄρκυος, τὸ κορυφαῖον, Πολυδ. Ε΄, 31.

Greek Monolingual

κορυφιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. το ανώτατο άκρο κυνηγετικού διχτιού, το κορυφαίον
2. το άνω μέρος του χαλινού, η κεφαλαριά, η κορυφαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή, μέσω ενός αμάρτυρου κορυφίζω].