ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
Full diacritics: Μναμόνα | Medium diacritics: Μναμόνα | Low diacritics: Μναμόνα | Capitals: ΜΝΑΜΟΝΑ |
Transliteration A: Mnamóna | Transliteration B: Mnamona | Transliteration C: Mnamona | Beta Code: *mnamo/na |
A = Μνημοσύνη, Ar.Lys.1248.
Μναμόνα, ἡ (Α)
η μητέρα τών Μουσών, η Μνημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμων, πιθ. συντετμημένος τ. του Μναμοσύνη (πρβλ. ευφροσύνη: ευφρόνη)].