αἰδοιολείκτης
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
English (LSJ)
ὁ, = A cunnilingus, Hsch. s.v. σκερός.
Greek (Liddell-Scott)
αἰδοιολείκτης: ὁ, ὁ λείχων τὰ αἰδοῖα, Ἡσύχ. ἐν λέξει σκερός.
Spanish (DGE)
ὁ cunnilingus Hsch.s.u. σκερός.