γηροκομία

Revision as of 17:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A = care of the aged, γηροβοσκία, J.AJ5.9.4 (γηρωκ-), Plu. Cat.Ma.5 (pl., γηρωκ-), 2.583c.

Greek (Liddell-Scott)

γηροκομία: γηροβοσκία, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 5., 2. 583C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. γηροβοσκία.
Étymologie: γηροκόμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): γηρω- Thdt.Char.17.35
atención, cuidado en la vejez (παιδίον) ἐπὶ γηροκομίᾳ τῇ αὐτῆς τραφησόμενον I.AI 5.336, cf. 7.183, Plu.Cat.Ma.5, 2.583c, Thdt.l.c., Stud.Pal.1.p.7.22 (V d.C.), Sch.A.R.1.269/ 72b, Sch.S.OC 1614P.

Greek Monolingual

η (AM γηροκομία) γηροκόμος
η περίθαλψη τών γερόντων.

Greek Monotonic

γηροκομία: = γηροβοσκία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

γηροκομία: ἡ Plut. = γηροβοσκία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γηροκομία γηροκομέω verzorging van oude mensen, het verzorgen van oude mensen.

Middle Liddell

= γηροβοσκία [from γηροκόμος
care of the aged,Plut.