γελγοπώλης
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
ου, ὁ, A dealer in garlic, Poll.7.198:—fem. γελγό-πωλις, ιδος, Cratin.48.
German (Pape)
[Seite 479] ὁ, der mit γέλγη handelt, Poll. 7, 198.
Greek (Liddell-Scott)
γελγοπώλης: -ου, ὁ, πωλητὴς παντοίων εὐτελῶν πραγμάτων, παντοπώλης, ῥωποπώλης, Πολυδ. Ζ΄, 198· θηλ. γελγόπωλις, ιδος, Κρατῖν. Διον. 10: ― γελγοπωλέω, Ἕρμιππ. Ἀρτ. 6.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de baratijas, quincallero, trapero Moer.106, Poll.7.198.