γλωσσοτέχνης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, A tongue-artificer, opp. χειροτέχνης, D.Chr.7.124 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσοτέχνης: -ου, ὁ, ὁ γλῶσσαν ἔχων τεχνικήν, ὁ τεχνίτης περὶ τὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, Βυζ., Δ. Χρυσ. 1, 265.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ hábil en servirse de la lengua γλωσσοτέχνας δὲ καὶ δικοτέχνας οὐδεμία ἀνάγκη (γενέσθαι) D.Chr.7.124.
Greek Monolingual
γλωσσοτέχνης, ο (Μ)
αυτός που μιλάει ή γράφει με επιμελημένο ύφος.